Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Τι (δεν) είδα στο Εθνικό Συμβούλιο

Σάββατο βράδυ και ο απανταχού ελληνισμός είναι καθηλωμένος στην τηλεόραση προκειμένου να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Οι βραδυνές βόλτες έχουν πάει περίπατο, εξάλλου αυτό που συμβαίνει από τις 16 Σεπτεμβρίου και εξής είναι «μείζονος» «εθνικής» σημασίας.
Και οι τρεις αρχηγίσκοι αισθάνονται βαρύ το φορτίο στους ώμους τους. Τα μαχαίρια έχουν βγει εδώ και καιρό και αν και οι υποψήφιοι είναι τρεις, δύο είναι ουσιαστικά τα ερωτήματα:
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μείνει ενιαίο;
Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να εκφράσει μια συγκεκριμένη και στιβαρή πολιτική θέση για τα προβλήματα της Ελλάδας και του ελληνισμού;
Το πού θα βρίσκεται πολιτικά η θέση που θα προκύψει από αυτές τις διαδικασίες ίσως έχει λίγη σημασία. Στο κάτω-κάτω αναφερόμαστε στο κόμμα που εκφράζει καλύτερα από όλα τα υπόλοιπα τον πολιτικό χαμελαιοντισμο. Το αποτέλεσμα των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών είναι σαφές. Η κοινωνία θέλει από το ΠΑΣΟΚ να αλλάξει. Το πώς, με ποια πρόσωπα και προς ποια κατεύθυνση, το αν το έκανε σωστά ή πάλι κατέφυγε σε μέσες λύσεις θα είναι αντικείμενο κριτικής στο μέλλον.
Εθνικό Συμβούλιο λοιπόν και το σκηνικό ίδιο και απαράλλαχτο για μια ακόμα φορά.
Εντός της αιθούσης παράλληλοι μονόλογοι και κατηγορίες προς όλες τις κατευθύνσεις:
Ο απολογισμός της τριετούς διαχείρισης της ηγεσίας του Κινήματος από τον Γεώργιο Παπανδρέου jr. έχει σαν πρόλογο, κύριο θέμα και επίλογο ότι για το 38% της 16ης Σεπτεμβρίου φταίει το περιβάλλον Σημίτη και ο κατά τα λοιπά καλός «εκσυγχρονισμός» που επιχειρήθηκε από το 1996 έως το 2004. Η αυτοκριτική περιορίζεται σε φράσεις του στυλ «έφταιξα γιατί δεν περιόρισα τις πολλές φωνές, τις στρογγυλοποιήσεις και τα περιβάλλοντα», που σημαίνει ότι και πάλι φταίνε οι «άλλοι»!
Ο Βενιζέλος επισήμανε ότι το Κίνημα δεν είχε σαφές πρόγραμμα και σαφείς προσανατολισμούς. Τα χρόνια όμως που μεσολάβησαν από το 2004 το κύριο μέλημά του ήταν να παρατηρεί ότι ο αρχηγός του είχε λογοτεχνικές αναζητήσεις, ή ότι πού και πού χρειαζόταν ένα αγγλο-ελληνικό λεξικό για να μιλήσει στη Βουλή. Περί των προγραμματικών θέσεων, της ταμπακιέρας δηλαδή, κανένας λόγος, σαν να έχει μεγαλύτερη σημασία ο τρόπος εκφοράς των θέσεων και όχι οι θέσεις αυτές καθ’ αυτές.
Ο τρίτος διεκδικητής θυμίζει λίγο ή πολύ τον Βύρωνα Πολύδωρα, όταν διεκδίκησε την αρχηγία της ΝΔ το 1996. Τότε ζήτησε την αγάπη των όσων συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία και εκείνοι τον ακολούθησαν πιστά! Του έδωσαν την αγάπη τους, ενώ η ψήφος τους πήγε στον Κώστα Καραμανλή ή στο Γιώργο Σουφλιά!
Τη στιγμή όμως που μέρα με τη μέρα οι κατηγορίες αυξάνουν και γίνονται ολοένα πιο προσωπικές και τα χτυπήματα εναλλάσσονται από κάτω από τη μέση σε πισώπλατα και αντίστροφα, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να πιστέψει ότι το αποτέλεσμα όλων αυτών θα είναι ένα κατ’ ουσία αναγεννημένο ΠΑΣΟΚ; Πώς θα ξεχαστούν όλα όσα ειπώθηκαν και πώς θα αμβλυνθούν οι διαφορές στην πολιτική; Εκτός βέβαια αν αυτές δεν υπάρχουν ουσιαστικά, αλλά το ζητούμενο από την όλη διαδικασία είναι το ποιος θα έχει μετά τις 18 Νοεμβρίου τον πλήρη έλεγχο στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Το πρωταρχικό ζητούμενο για τους δύο κύριους διεκδικητές της αρχηγίας είναι να βγάλουν από πάνω τους τις μέχρι τώρα ταμπέλες: Ο μεν Παπανδρέου να βγάλει τη στάμπα του μονίμως δεύτερου και του «πατέρα άκουσες τα νέα» (όπως πολύ εύστοχα είχε πει η περιβόητη Ντένη Μαρκορά), ο δε Βενιζέλος τη στάμπα του μόνιμου δελφίνου, του νέου Ιζνογκούντ που κινείται υπό το καθεστώς της υπέρμετρης φιλο(ματαιο)δοξίας και των αλλότριων εντολών.
Το αμέσως επόμενο θέμα είναι η δημιουργία μιας ουσιαστικά νέας αρχηγικής ομάδας, γιατί είναι παραπάνω από προφανές ότι οι μορφές του Πάγκαλου, της Διαμαντοπούλου, του Άκη και του Κακλαμάνη, όσο καλτ και αν είναι δεν μπορούν να εκφράσουν ούτε να υλοποιήσουν κάτι διαφορετικό και ελπιδοφόρο.
Το τρίτο και ίσως σημαντικότερο και σαφέστατα αυτό που είχε λείψει μέχρι σήμερα από το ΠΑΣΟΚ είναι το όραμα για τη χώρα. Εδώ που τα λέμε, μέχρι τώρα δεν υπήρχε καν όραμα για το ΠΑΣΟΚ...

Αφορμή για το παραπάνω κείμενο, πέρα από τα όσα έλαβαν χώρα αυτές τις μέρες είναι και το άρθρο της Δήμητρας Κρουστάλλη, στις 30 Σεπτεμβρίου στο Βήμα.

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007

Ένα έγκλημα με τα δάση βελανιδιάς

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Την ανάγκη αλλαγής του τρόπου διαχείρισης των δασών όπως αυτών της βελανιδιάς, υιοθετώντας άλλες συμπεριφορές που θα αποδίδουν περισσότερο στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου επισήμαναν ειδικοί επιστήμονες σε ημερίδα για τη συμβολή των δασών στο Πρωτόκολλο του Κιότο.
Μία από αυτές τις αλλαγές όπως την παρουσίασε στην ημερίδα ο καθηγητής Δασολογίας του ΑΠΘ κ Θεοχ. Ζιάγκας είναι η προστασία του δάσους της βελανιδιάς το οποίο αναδεικνύεται σε πολύτιμο φίλτρο για τη συγκράτηση του διοξειδίου του άνθρακα. Ο καθηγητής προτείνει αντί να αποψιλώνονται τα δάση βελανιδιάς στην Ελλάδα για την παραγωγή καυσόξυλων ευτελούς αξίας να μένουν ανέπαφα να μεγαλώνουν και να αναπτύσσονται, για να κατακρατούν το διοξείδιο του άνθρακα (το κυρίαρχο απ’ τα αέρια του θερμοκηπίου), αφού έχουν την ικανότητα να κρατούν 20 φορές περισσότερο απ’ ό,τι τα άλλα δάση. Για την Ελλάδα είναι αξιοπρόσεκτη αυτή η παράμετρος διότι όπως εξήγησε ο καθηγητής οι βελανιδιές αποτελούν περίπου το 1/3 της συνολικής δασικής έκτασης στη χώρα, η οποία λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών έχει πέσει στο 25% ενώ θεωρητικά θα μπορούσε να φτάνει το 75%.
«Σήμερα τα δάση βελανιδιάς στη χώρα μας υλοτομούνται αποψιλωτικά ανά 20 χρόνια, και επειδή οι βελανιδιές δεν προλαβαίνουν σ’ αυτό το διάστημα ν αναπτυχθούν, το ξύλο τους καταλήγει μόνο για τα καυσόξυλα η πώληση των οποίων συνήθως δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα υλοτόμησης κι εξαγωγής, ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε τεράστια περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη τη στιγμή που η χώρα μας είναι στο... κόκκινο κι αγοράζει δικαιώματα εκπομπών αερίων», ανέφερε ο ίδιος.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2007, στην Καθημερινή

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας

Λόγω της μεγάλης καταστροφής που προκάλεσε η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στις 28-06-2007 στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας το οικοσύστημα υπέστη σοβαρές ζημίες, μ’ αποτέλεσμα να αλλάξει η μορφή του και ως εκ τούτου οι πολύτιμες πληροφορίες που υπάρχουν στην ιστοσελίδα αυτή θα πρέπει να αλλάξουν.
Ευχαριστούμε για την κατανόησή σας και σύντομα θα είμαστε και πάλι κοντά σας με νέες χρήσιμες πληροφορίες και με τα μέτρα που θα ληφθούν για την προστασία του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας.
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ
Λεωφ. Θρακομακεδόνων 142, Αχαρνές.
Τ.Κ. 13601
Τηλ.: 210 2434061-3
fax.: 210 2434064

Αυτή είναι η ανακοίνωση που βρίσκεται πλέον στον επίσημο δικτυακό τόπο του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας

Ανοιχτό μυαλό, αδέσμευτος ψυχισμός

του Χρήστου Γιανναρά

Τελικά ό,τι ονομάζουμε «ποιότητα» του ανθρώπου δεν είναι ένας αφηρημένος χαρακτηρισμός, υποκειμενική εκτίμηση (ή «αίσθηση») αντικειμενικά ανεπίδεκτη αιτιολόγησης. Σίγουρα δεν είναι η ποιότητα συνάρτηση ή σύνθεση μετρητών συντελεστών, όπως, λ.χ., οι σπουδές, η ενασχόληση με την τέχνη, η τεταμένη ευαισθησία, το επίπεδο των κοινωνικών αναστροφών, τα ταξίδια. Αιωρείται οδυνηρά αναπάντητο το ερώτημα του George Steiner: «Πώς γίνεται ανθρώπινα πλάσματα να εκτελούν μεταρσιωμένοι Μπαχ ή Σούμπερτ το βράδυ, και το επόμενο πρωί να βασανίζουν φρικιαστικά συνανθρώπους τους;».

Αξίζει να δοκιμάσει ο καθένας μας, (να επιχειρήσει εμπειρική επαλήθευση ή διάψευση) ένα πολύ συγκεκριμένο και πρακτικό κριτήριο προσδιορισμού της ανθρώπινης ποιότητας: Την ετοιμότητα αυτοαμφισβήτησης, ετοιμότητα παραίτησης από βεβαιότητες, κριτικού ελέγχου των ψυχολογικών επιλογών και των ιδεολογικών πεποιθήσεων. Το κριτήριο «να επιδιώκει ο άνθρωπος, να φανερώνει και να καλλιεργεί μιαν αξιοκρατία του απρόβλεπτου», με τα λόγια και πάλι του Steiner.
Βέβαια, ένα τέτοιο κριτήριο προσδιορισμού της ανθρώπινης ποιότητας, αν επαληθευθεί και ισχύει, ίσως μας βυθίσει σε πανικό: Στην ελλαδική κοινωνία μας σήμερα μοιάζει να αξιολογούνται οι άνθρωποι, να προωθούνται σε υψηλές θέσεις και να κερδίζουν δημοσιότητα, φήμη, προβολή, μόνο ανάλογα με την αυτοβεβαιότητα που διαθέτουν, τον αέρα του αλάθητου και την αράγιστη θωράκισή τους σε ασάλευτες πεποιθήσεις. Αν η ετοιμότητα αυτοαμφισβήτησης, το ανοιχτό μυαλό και ο αδέσμευτος ψυχισμός είναι το κριτήριο της ανθρώπινης ποιότητας, τότε η ελλαδική κοινωνία σήμερα εμφανίζεται εντελώς άποια, παγιδευμένη μετά ηδονής σε επίπεδο κατώτατης υποστάθμης.
Αυτή η πιστοποίηση συνάγεται τεκμηριωμένα όχι από δημοσκοπήσεις και στατιστικές μετρήσεις, αλλά από την εικόνα της ελλαδικής κοινωνίας που προβάλλουν οι τηλεοράσεις, τα ραδιόφωνα, ο Τύπος. Πολιτικοί αρχηγοί κομματικά στελέχη, βουλευτές και πολιτευόμενοι θεωρούν αυτονόητο προσόν τη γελοιότητα των κομπασμών, την παιδαριωδία των αλαζονικών βεβαιοτήτων. Κόπτονται και φωνασκούν, μόνο εξαγγελτικά, δίχως το παραμικρό λογικό επιχείρημα ή αποδεικτικό δεδομένο, ότι το κόμμα τους είναι το αδιαμφισβήτητα υπέρτερο, ο αρχηγός τους ανυπέρβλητος, ο εκλογικός τους θρίαμβος απόλυτα εξασφαλισμένος προκαταβολικά.
Τέτοια μικρονοϊκή καυχησιολογία αν εμφανιστεί σε ιδιωτική συντροφιά, θα την αντιπαρέλθουμε όλοι με συγκαταβατικά χαμόγελα και οίκτο για τον αυτουργό. Ομως, στην ελλαδική κοινωνία σήμερα αυτή είναι το κυρίαρχο μοντέλο δημόσιας συμπεριφοράς. Το αναπαράγουν νυχθημερόν οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, το ανέχεται και το δικαιώνει ο Τύπος. Με αποτέλεσμα, τεράστιες μάζες ανθρώπων, ακόμη σήμερα, ύστερα από τόσην εμπειρία της ανικανότητας, της ιδιοτέλειας, της διαφθοράς και του λακεδισμού των επαγγελματιών της πολιτικής, να βγαίνουν στις πλατείες, με σημαίες και καραμούζες, για να αποθεώσουν ανθρώπους που δεν θα τους ανέθετε ποτέ κανείς «ούτε τη διαχείριση περιπτέρου» (Χαρίδ. Τσούκος). Είναι ή όχι βυθισμένη σε κατώτατη υποστάθμη ποιοτικών αξιολογήσεων η ελλαδική κοινωνία;
Το κυρίαρχο μοντέλο αλαζονικής αυτοβεβαιότητας και γελοιώδους αλαθήτου το πιθηκίζουν στερεότυπα οι κάπηλοι του συνδικαλισμού. Κάθε βάναυσο, αντικοινωνικό τους ενέργημα το δικαιολογούν ως «μέσο» που το «αγιάζει ο σκοπός», αλλά ο «σκοπός» είναι μόνο λέξεις ηχηρές, κενές από κάθε αντίκρισμα πραγματικότητας. Τα «κοινωνικού κόστους» σαδιστικά ενεργήματα που τιτλοφορούνται στην Ελλάδα «συνδικαλισμός», είναι ασφαλώς τα «μέσα» στην επιδίωξη της ωμής ιδιοτέλειας των ηγητόρων, της αναρρίχησής τους σε θώκους βουλευτικούς και υπουργικούς.
Στους αντίποδες του κριτηρίου της ποιότητας, κορυφαία αναπαραγωγή του μοντέλου των κομπασμών και της κωμικής καυχησιολογίας μετέρχονται και τα τηλεοπτικά κανάλια: Επαγγέλλονται «εγκυρότητα, αξιοπιστία και σοβαρότητα, σφαιρική και ουσιώδη πληροφόρηση, μετάδοση μόνο διασταυρωμένων ειδήσεων, αποκάλυψη της αλήθειας όσο ενοχλητική και αν είναι». Διαφημίζουν τέτοια ποιότητα κανάλια που λειτουργούν με προκλητική, χυδαία μεροληψία, με δημοσιογραφικό πρωτογονισμό κομματικής στράτευσης. Εχουν μεταβάλει τα δελτία ειδήσεων σε θέαμα ευτελέστατου και μικρονοϊκού λαϊκισμού, φτηνιάρικο καβγά ασυμμάζευτης εμπάθειας, οιηματικών ακκισμών, χλεύης, συκοφαντικών υπαινιγμών. Και η ελλαδική κοινωνία ανταμείβει αυτήν την υποστάθμη με πρωτιές τηλεθέασης.
Σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, κυρίως όμως στην πολιτική, δημοσιογραφική, καλλιτεχνική και πανεπιστημιακή αρένα, όπου η «επιτυχία» κερδίζεται με ανθρωποφάγο ανταγωνισμό, η περιθωριοποίηση της ποιότητας κατορθώνεται με τη μέθοδο της ετικέτας: Ο επικίνδυνος λόγω της ποιοτικής του υπεροχής παραμερίζεται για τους μεν ως «δεξιός», «συντηρητικός», «σκοταδιστής», «εθνικιστής», για του δε απλώς ως «μη-δικός μας». Ολοι ξέρουν ότι η λέξη «δεξιός» είναι εντελώς άδεια από κάθε περιεχόμενο, ότι η Ελλάδα γνώρισε τον συνεπέστερο καπιταλισμό με «σοσιαλιστική» κυβέρνηση και την προκλητικότερη αρνησιπατρία με δεξιά καραμανλική κυβέρνηση. Ομως στα γραφεία των εφημερίδων, στους διαδρόμους των πανεπιστημίων, στους ψιθύρους των τηλεοπτικών θαλάμων, στα κυβερνητικά παρασκήνια, η ποιότητα εξοντώνεται, περιφρονείται, θάβεται μόνο με την κενή λεξούλα μιας αυθαίρετης ετικέτας: «δεξιός» ή «όχι δικός μας».
Περίπου στο σύνολό της η ελλαδική κοινωνία, δεκαετίες τώρα, αποδίδει την πολιτική κακοδαιμονία της χώρας σε κάποια δόλια δημοσιογραφικά συγκροτήματα που ελέγχουν παρασκηνιακά την εξουσία. Οι Ελληνες μιλάνε με βδελυγμία γι’ αυτά τα συγκροτήματα, αλλά συντηρούν τις εφημερίδες των συγκροτημάτων πρώτες σε κυκλοφορία και τα τηλεοπτικά τους κανάλια πρώτα σε τηλεθέαση. Κάθε δημοσιογραφική καινοτομία αυτών των συγκροτημάτων θα την αντιγράψουν αμέσως όλες οι εφημερίδες, χωρίς ούτε τη στοιχειώδη φιλοδοξία πρωτοτυπίας, δημιουργικής παραλλαγής.
Οταν όμως χρειαστεί, για λόγους μη φανερούς, ένας έκτακτης ευφυΐας πολιτικός να περιθωριοποιηθεί, τότε επιστρατεύεται αμέσως η ετικέτα «άνθρωπος των συγκροτημάτων». Παρακάμπτεται η τεράστια ποιοτική διαφορά από τον αντίπαλο, διαφορά οξύνοιας, καλλιέργειας, ηγετικής παρουσίας, ακυρώνεται η σύγκριση χάρη στην επιδέξια ετικέτα. Και διερωτάται ο νηφάλιος πολίτης, ποιοι παράγοντες έχουν συμφέρον να διατηρούν τη μειονεκτική μετριότητα στην ηγεσία των κομμάτων επιστρατεύοντας ετικέτες.
Η ελλαδική κοινωνία δεν έχει κριτήρια ούτε της πιο «χονδρικής» διάκρισης ποιοτήτων. Πορεύεται τυφλά.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε την Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007 στην Καθημερινή της Κυριακής